- φυτίστρα
- η, Ντο φυτώριο.[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτό + κατάλ. -ίστρα (< ρ. σε -ίζω), πρβλ. ποτ-ίστρα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυτώριο — το / φυτώριον, ΝΜΑ, και φυτούριον ΜΑ έκταση γης όπου μεταφυτεύονται τα νεαρά δενδρύλλια από το σπορείο ή φυτεύονται τα σπέρματα που μόλις έχουν βλαστήσει και δίνουν φυτάρια με ζωηρή ανάπτυξη τον πρώτο χρόνο και από όπου τα νεαρά φυτά… … Dictionary of Greek
φυτώριο — το 1. έκταση γης όπου σπέρνονται ή φυτεύονται και αναπτύσσονται φυτά τα οποία μεταφυτεύονται αλλού, η φυτίστρα. 2. μτφ., σχολή ή περιβάλλον όπου διαμορφώνεται κοινή ιδεολογία και μόρφωση ή όπου εκπαιδεύονται όσοι προορίζονται για ορισμένο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)